Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥίζις
ῥιζίς
ῥιζοβολέω
ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
ῥιζοκέφαλος
ῥιζολογέω
ῥιζοπαγής
ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
ῥιζοφάγος
ῥιζοφοίτητος
ῥιζοφόρος
View word page
ῥιζοτομέω
cut
ShortDef
cut
Debugging
Headword:
ῥιζοτομέω
Headword (normalized):
ῥιζοτομέω
Headword (normalized/stripped):
ριζοτομεω
IDX:
78297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78298
Key:
Data
{'content': 'cut'}