Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥίζινος
ῥιζίον
ῥίζιον
ῥίζις
ῥιζίς
ῥιζοβολέω
ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
ῥιζοκέφαλος
ῥιζολογέω
ῥιζοπαγής
ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
ῥιζοφαγέω
View word page
ῥιζοπαγής
firmly rooted
ShortDef
firmly rooted
Debugging
Headword:
ῥιζοπαγής
Headword (normalized):
ῥιζοπαγής
Headword (normalized/stripped):
ριζοπαγης
IDX:
78294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78295
Key:
Data
{'content': 'firmly rooted'}