Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥιζικός
ῥίζινος
ῥιζίον
ῥίζιον
ῥίζις
ῥιζίς
ῥιζοβολέω
ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
ῥιζοκέφαλος
ῥιζολογέω
ῥιζοπαγής
ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
ῥιζοτροφέω
ῥιζουχία
ῥιζοῦχος
View word page
ῥιζολογέω
root out
ShortDef
root out
Debugging
Headword:
ῥιζολογέω
Headword (normalized):
ῥιζολογέω
Headword (normalized/stripped):
ριζολογεω
IDX:
78293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78294
Key:
Data
{'content': 'root out'}