Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥιζηδόν
ῥίζηθεν
ῥιζίας
ῥιζικός
ῥίζινος
ῥιζίον
ῥίζιον
ῥίζις
ῥιζίς
ῥιζοβολέω
ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
ῥιζοκέφαλος
ῥιζολογέω
ῥιζοπαγής
ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
ῥιζοτόμος
View word page
ῥιζοβόλος
striking root

ShortDef

striking root

Debugging

Headword:
ῥιζοβόλος
Headword (normalized):
ῥιζοβόλος
Headword (normalized/stripped):
ριζοβολος
IDX:
78290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78291
Key:

Data

{'content': 'striking root'}