Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥιζαῖος
ῥιζηδόν
ῥίζηθεν
ῥιζίας
ῥιζικός
ῥίζινος
ῥιζίον
ῥίζιον
ῥίζις
ῥιζίς
ῥιζοβολέω
ῥιζοβόλος
ῥιζόθεν
ῥιζοκέφαλος
ῥιζολογέω
ῥιζοπαγής
ῥιζοπώλης
ῥιζόσημος
ῥιζοτομέω
ῥιζοτομία
ῥιζοτομικός
View word page
ῥιζοβολέω
to strike root
ShortDef
to strike root
Debugging
Headword:
ῥιζοβολέω
Headword (normalized):
ῥιζοβολέω
Headword (normalized/stripped):
ριζοβολεω
IDX:
78289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78290
Key:
Data
{'content': 'to strike root'}