Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνίδρωτος
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνιέρωσις
ἀνιερωτέον
ἀνίη
ἀνίημι
ἀνίκανος
ἀνίκατος
ἀνικεί
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
ἀνῖκία
ἀνικμάζω
ἀνίκμαντος
ἀνικμάω
ἄνικμος
ἀνίκω
ἀνίλαστος
ἀνίλεως
ἀνίλλω
View word page
ἀνικέτευτος
without prayer, not entreating

ShortDef

without prayer, not entreating

Debugging

Headword:
ἀνικέτευτος
Headword (normalized):
ἀνικέτευτος
Headword (normalized/stripped):
ανικετευτος
IDX:
7828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7829
Key:

Data

{'content': 'without prayer, not entreating'}