Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥητορόμυκτος
ῥητοροπρεπής
ῥητός
ῥητότης
ῥήτρα
ῥητρεύω
ῥήτρη
ῥητροφύλαξ
ῥήτωρ
ῥηχιάδης
ῥηχώδης
ῥιγαλέος
ῥιγεδανός
ῥιγεσίβιος
ῥιγέω
ῥιγηλός
ῥίγιον
ῥίγιστος
ῥιγόλυτον
ῥιγομάχης
ῥιγοπύρετος
View word page
ῥηχώδης
thorny, rough

ShortDef

thorny, rough

Debugging

Headword:
ῥηχώδης
Headword (normalized):
ῥηχώδης
Headword (normalized/stripped):
ρηχωδης
IDX:
78262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78263
Key:

Data

{'content': 'thorny, rough'}