Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνίδρως
ἀνίδρωσις
ἀνιδρωτί
ἀνίδρωτος
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνιέρωσις
ἀνιερωτέον
ἀνίη
ἀνίημι
ἀνίκανος
ἀνίκατος
ἀνικεί
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
ἀνῖκία
ἀνικμάζω
ἀνίκμαντος
ἀνικμάω
ἄνικμος
ἀνίκω
View word page
ἀνίκανος
insufficient, incapable

ShortDef

insufficient, incapable

Debugging

Headword:
ἀνίκανος
Headword (normalized):
ἀνίκανος
Headword (normalized/stripped):
ανικανος
IDX:
7825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7826
Key:

Data

{'content': 'insufficient, incapable'}