Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥητινίζω
ῥητινίτης
ῥητινόκηρον
ῥητινόω
ῥητινώδης
ῥητορεία
ῥητορευτέον
ῥητορεύω
ῥητορικός
ῥητορομάστιξ
ῥητορόμυκτος
ῥητοροπρεπής
ῥητός
ῥητότης
ῥήτρα
ῥητρεύω
ῥήτρη
ῥητροφύλαξ
ῥήτωρ
ῥηχιάδης
ῥηχώδης
View word page
ῥητορόμυκτος
blown (i.e. trained) by rhetors
ShortDef
blown (i.e. trained) by rhetors
Debugging
Headword:
ῥητορόμυκτος
Headword (normalized):
ῥητορόμυκτος
Headword (normalized/stripped):
ρητορομυκτος
IDX:
78252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78253
Key:
Data
{'content': 'blown (i.e. trained) by rhetors'}