Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥητήρ
ῥητιάριος
ῥητίνη
ῥητινίζω
ῥητινίτης
ῥητινόκηρον
ῥητινόω
ῥητινώδης
ῥητορεία
ῥητορευτέον
ῥητορεύω
ῥητορικός
ῥητορομάστιξ
ῥητορόμυκτος
ῥητοροπρεπής
ῥητός
ῥητότης
ῥήτρα
ῥητρεύω
ῥήτρη
ῥητροφύλαξ
View word page
ῥητορεύω
to speak in public, to use
ShortDef
to speak in public, to use
Debugging
Headword:
ῥητορεύω
Headword (normalized):
ῥητορεύω
Headword (normalized/stripped):
ρητορευω
IDX:
78249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78250
Key:
Data
{'content': 'to speak in public, to use'}