Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥητέον
ῥητέος
ῥητήρ
ῥητιάριος
ῥητίνη
ῥητινίζω
ῥητινίτης
ῥητινόκηρον
ῥητινόω
ῥητινώδης
ῥητορεία
ῥητορευτέον
ῥητορεύω
ῥητορικός
ῥητορομάστιξ
ῥητορόμυκτος
ῥητοροπρεπής
ῥητός
ῥητότης
ῥήτρα
ῥητρεύω
View word page
ῥητορεία
skill in public speaking, eloquence, oratory, rhetoric

ShortDef

skill in public speaking, eloquence, oratory, rhetoric

Debugging

Headword:
ῥητορεία
Headword (normalized):
ῥητορεία
Headword (normalized/stripped):
ρητορεια
IDX:
78247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78248
Key:

Data

{'content': 'skill in public speaking, eloquence, oratory, rhetoric'}