Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥησίδιον
ῥησικοπέω
ῥησιμετρέω
ῥῆσις
Ῥῆσος
ῥητέον
ῥητέος
ῥητήρ
ῥητιάριος
ῥητίνη
ῥητινίζω
ῥητινίτης
ῥητινόκηρον
ῥητινόω
ῥητινώδης
ῥητορεία
ῥητορευτέον
ῥητορεύω
ῥητορικός
ῥητορομάστιξ
ῥητορόμυκτος
View word page
ῥητινίζω
to be resinous, smell

ShortDef

to be resinous, smell

Debugging

Headword:
ῥητινίζω
Headword (normalized):
ῥητινίζω
Headword (normalized/stripped):
ρητινιζω
IDX:
78242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78243
Key:

Data

{'content': 'to be resinous, smell'}