Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥηνικός
ῥηνοφορεύς
ῥηξηνορία
ῥηξηνορίη
ῥηξήνωρ
Ῥηξήνωρ
ῥηξί[ζυγ]ος
ῥηξικέλευθος
ῥηξίνοος
ῥῆξις
ῥηξίφλοιος
ῥηξίχθων
ῥῆον
ῥησίδιον
ῥησικοπέω
ῥησιμετρέω
ῥῆσις
Ῥῆσος
ῥητέον
ῥητέος
ῥητήρ
View word page
ῥηξίφλοιος
with cracked, split bark

ShortDef

with cracked, split bark

Debugging

Headword:
ῥηξίφλοιος
Headword (normalized):
ῥηξίφλοιος
Headword (normalized/stripped):
ρηξιφλοιος
IDX:
78229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78230
Key:

Data

{'content': 'with cracked, split bark'}