Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ῥηνειοεργής
ῥηνικός
ῥηνοφορεύς
ῥηξηνορία
ῥηξηνορίη
ῥηξήνωρ
Ῥηξήνωρ
ῥηξί[ζυγ]ος
ῥηξικέλευθος
ῥηξίνοος
ῥῆξις
ῥηξίφλοιος
ῥηξίχθων
ῥῆον
ῥησίδιον
ῥησικοπέω
ῥησιμετρέω
ῥῆσις
Ῥῆσος
ῥητέον
ῥητέος
View word page
ῥῆξις
a breaking, bursting
ShortDef
a breaking, bursting
Debugging
Headword:
ῥῆξις
Headword (normalized):
ῥῆξις
Headword (normalized/stripped):
ρηξις
IDX:
78228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78229
Key:
Data
{'content': 'a breaking, bursting'}