Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥήν
Ῥήνεια
Ῥηνειοεργής
ῥηνικός
ῥηνοφορεύς
ῥηξηνορία
ῥηξηνορίη
ῥηξήνωρ
Ῥηξήνωρ
ῥηξί[ζυγ]ος
ῥηξικέλευθος
ῥηξίνοος
ῥῆξις
ῥηξίφλοιος
ῥηξίχθων
ῥῆον
ῥησίδιον
ῥησικοπέω
ῥησιμετρέω
ῥῆσις
Ῥῆσος
View word page
ῥηξικέλευθος
opening a path

ShortDef

opening a path

Debugging

Headword:
ῥηξικέλευθος
Headword (normalized):
ῥηξικέλευθος
Headword (normalized/stripped):
ρηξικελευθος
IDX:
78226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78227
Key:

Data

{'content': 'opening a path'}