Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥηκτικός
ῥηκτός
ῥῆμα
ῥηματικός
ῥημάτιον
ῥηματίσκιον
ῥήν
Ῥήνεια
Ῥηνειοεργής
ῥηνικός
ῥηνοφορεύς
ῥηξηνορία
ῥηξηνορίη
ῥηξήνωρ
Ῥηξήνωρ
ῥηξί[ζυγ]ος
ῥηξικέλευθος
ῥηξίνοος
ῥῆξις
ῥηξίφλοιος
ῥηξίχθων
View word page
ῥηνοφορεύς
clad in sheepskin

ShortDef

clad in sheepskin

Debugging

Headword:
ῥηνοφορεύς
Headword (normalized):
ῥηνοφορεύς
Headword (normalized/stripped):
ρηνοφορευς
IDX:
78220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78221
Key:

Data

{'content': 'clad in sheepskin'}