Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥήκτης
ῥηκτικός
ῥηκτός
ῥῆμα
ῥηματικός
ῥημάτιον
ῥηματίσκιον
ῥήν
Ῥήνεια
Ῥηνειοεργής
ῥηνικός
ῥηνοφορεύς
ῥηξηνορία
ῥηξηνορίη
ῥηξήνωρ
Ῥηξήνωρ
ῥηξί[ζυγ]ος
ῥηξικέλευθος
ῥηξίνοος
ῥῆξις
ῥηξίφλοιος
View word page
ῥηνικός
of a sheep

ShortDef

of a sheep

Debugging

Headword:
ῥηνικός
Headword (normalized):
ῥηνικός
Headword (normalized/stripped):
ρηνικος
IDX:
78219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78220
Key:

Data

{'content': 'of a sheep'}