Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥῆγος
ῥήκτης
ῥηκτικός
ῥηκτός
ῥῆμα
ῥηματικός
ῥημάτιον
ῥηματίσκιον
ῥήν
Ῥήνεια
Ῥηνειοεργής
ῥηνικός
ῥηνοφορεύς
ῥηξηνορία
ῥηξηνορίη
ῥηξήνωρ
Ῥηξήνωρ
ῥηξί[ζυγ]ος
ῥηξικέλευθος
ῥηξίνοος
ῥῆξις
View word page
Ῥηνειοεργής
made at Ῥήνεια

ShortDef

made at Ῥήνεια

Debugging

Headword:
Ῥηνειοεργής
Headword (normalized):
ῥηνειοεργής
Headword (normalized/stripped):
ρηνειοεργης
IDX:
78218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78219
Key:

Data

{'content': 'made at Ῥήνεια'}