Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ῥῆγλος
ῥῆγμα
ῥηγματίας
ῥηγμίν
ῥηγμός
ῥήγνυμι
ῥῆγος
ῥήκτης
ῥηκτικός
ῥηκτός
ῥῆμα
ῥηματικός
ῥημάτιον
ῥηματίσκιον
ῥήν
Ῥήνεια
Ῥηνειοεργής
ῥηνικός
ῥηνοφορεύς
ῥηξηνορία
ῥηξηνορίη
View word page
ῥῆμα
(spoken) word, line, verb
ShortDef
(spoken) word, line, verb
Debugging
Headword:
ῥῆμα
Headword (normalized):
ῥῆμα
Headword (normalized/stripped):
ρημα
IDX:
78212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78213
Key:
Data
{'content': '(spoken) word, line, verb'}