Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥευστικός
ῥευστός
ῥέω
ῥηγεύς
Ῥηγῖνος
Ῥήγιον
Ῥῆγλος
ῥῆγμα
ῥηγματίας
ῥηγμίν
ῥηγμός
ῥήγνυμι
ῥῆγος
ῥήκτης
ῥηκτικός
ῥηκτός
ῥῆμα
ῥηματικός
ῥημάτιον
ῥηματίσκιον
ῥήν
View word page
ῥηγμός
fissure

ShortDef

fissure

Debugging

Headword:
ῥηγμός
Headword (normalized):
ῥηγμός
Headword (normalized/stripped):
ρηγμος
IDX:
78206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78207
Key:

Data

{'content': 'fissure'}