Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥευματώδης
ῥεῦσις
ῥευσταλέος
ῥευστικός
ῥευστός
ῥέω
ῥηγεύς
Ῥηγῖνος
Ῥήγιον
Ῥῆγλος
ῥῆγμα
ῥηγματίας
ῥηγμίν
ῥηγμός
ῥήγνυμι
ῥῆγος
ῥήκτης
ῥηκτικός
ῥηκτός
ῥῆμα
ῥηματικός
View word page
ῥῆγμα
a breakage, fracture
ShortDef
a breakage, fracture
Debugging
Headword:
ῥῆγμα
Headword (normalized):
ῥῆγμα
Headword (normalized/stripped):
ρηγμα
IDX:
78203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78204
Key:
Data
{'content': 'a breakage, fracture'}