Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνιάω
ἀνιδεῖν
ἀνιδιτί
ἀνιδίω
ἀνιδρόω
ἀνιδρύω
ἀνίδρως
ἀνίδρωσις
ἀνιδρωτί
ἀνίδρωτος
ἀνίερος
ἀνιερόω
ἀνιέρωσις
ἀνιερωτέον
ἀνίη
ἀνίημι
ἀνίκανος
ἀνίκατος
ἀνικεί
ἀνικέτευτος
ἀνίκητος
View word page
ἀνίερος
unholy, unhallowed

ShortDef

unholy, unhallowed

Debugging

Headword:
ἀνίερος
Headword (normalized):
ἀνίερος
Headword (normalized/stripped):
ανιερος
IDX:
7819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7820
Key:

Data

{'content': 'unholy, unhallowed'}