Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥέμβω
ῥεμβώδης
ῥέος
ῥεπτέον
ῥεπτικός
ῥέπω
Ῥεστίων
ῥεῦμα
ῥευματίζομαι
ῥευματικός
ῥευμάτιον
ῥευματώδης
ῥεῦσις
ῥευσταλέος
ῥευστικός
ῥευστός
ῥέω
ῥηγεύς
Ῥηγῖνος
Ῥήγιον
Ῥῆγλος
View word page
ῥευμάτιον
a rivulet

ShortDef

a rivulet

Debugging

Headword:
ῥευμάτιον
Headword (normalized):
ῥευμάτιον
Headword (normalized/stripped):
ρευματιον
IDX:
78192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78193
Key:

Data

{'content': 'a rivulet'}