Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥεῖθρον
ῥειθρώδης
ῥειτά
ῥεκτήρ
ῥεκτήριος
ῥέκτης
ῥεκτικός
ῥεμβασμός
ῥέμβη
ῥεμβός
ῥέμβος
ῥέμβω
ῥεμβώδης
ῥέος
ῥεπτέον
ῥεπτικός
ῥέπω
Ῥεστίων
ῥεῦμα
ῥευματίζομαι
ῥευματικός
View word page
ῥέμβος
roving
ShortDef
roving
Debugging
Headword:
ῥέμβος
Headword (normalized):
ῥέμβος
Headword (normalized/stripped):
ρεμβος
IDX:
78181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78182
Key:
Data
{'content': 'roving'}