Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥέζω
ῥεθομαλίδας
ῥέθος
ῥεῖα
ῥεῖθρον
ῥειθρώδης
ῥειτά
ῥεκτήρ
ῥεκτήριος
ῥέκτης
ῥεκτικός
ῥεμβασμός
ῥέμβη
ῥεμβός
ῥέμβος
ῥέμβω
ῥεμβώδης
ῥέος
ῥεπτέον
ῥεπτικός
ῥέπω
View word page
ῥεκτικός
able to do
ShortDef
able to do
Debugging
Headword:
ῥεκτικός
Headword (normalized):
ῥεκτικός
Headword (normalized/stripped):
ρεκτικος
IDX:
78177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78178
Key:
Data
{'content': 'able to do'}