Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαχετρίζω
ῥάχετρον
Ῥαχήλα
ῥαχία
ῥαχιαῖος
ῥαχίζω
ῥάχις
ῥαχιστής
ῥαχιστός
ῥαχίτης
ῥαχιώδης
ῥάχνος
ῥαχός
ῥαχόω
ῥάψις
ῥαψῳδέω
ῥαψῳδία
ῥαψῳδικός
ῥαψῳδός
ῥέα
Ῥέα
View word page
ῥαχιώδης
with surf

ShortDef

with surf

Debugging

Headword:
ῥαχιώδης
Headword (normalized):
ῥαχιώδης
Headword (normalized/stripped):
ραχιωδης
IDX:
78143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78144
Key:

Data

{'content': 'with surf'}