Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαφανιδόω
ῥαφανιδώδης
ῥαφάνινος
ῥαφανίς
ῥάφανος
ῥαφανουρός
ῥαφεύς
ῥάφη
ῥαφή
ῥαφιδᾶς
ῥαφιδευτής
ῥαφιδοθήκη
ῥαφιδοποιός
ῥαφίς
ῥαχάδην
ῥαχετρίζω
ῥάχετρον
Ῥαχήλα
ῥαχία
ῥαχιαῖος
ῥαχίζω
View word page
ῥαφιδευτής
stitcher, embroiderer

ShortDef

stitcher, embroiderer

Debugging

Headword:
ῥαφιδευτής
Headword (normalized):
ῥαφιδευτής
Headword (normalized/stripped):
ραφιδευτης
IDX:
78128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78129
Key:

Data

{'content': 'stitcher, embroiderer'}