Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥᾳστώνη
Ῥαῦκος
ῥαφανέλαιον
ῥαφανηδόν
ῥαφανιδόω
ῥαφανιδώδης
ῥαφάνινος
ῥαφανίς
ῥάφανος
ῥαφανουρός
ῥαφεύς
ῥάφη
ῥαφή
ῥαφιδᾶς
ῥαφιδευτής
ῥαφιδοθήκη
ῥαφιδοποιός
ῥαφίς
ῥαχάδην
ῥαχετρίζω
ῥάχετρον
View word page
ῥαφεύς
a stitcher, patcher
ShortDef
a stitcher, patcher
Debugging
Headword:
ῥαφεύς
Headword (normalized):
ῥαφεύς
Headword (normalized/stripped):
ραφευς
IDX:
78124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78125
Key:
Data
{'content': 'a stitcher, patcher'}