Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαπτός
ῥάπτω
Ράριον
Ρᾶρος
ῥάσμα
ῥάσσω
ῥᾳστωνεύω
ῥᾳστωνέω
ῥᾳστώνη
Ῥαῦκος
ῥαφανέλαιον
ῥαφανηδόν
ῥαφανιδόω
ῥαφανιδώδης
ῥαφάνινος
ῥαφανίς
ῥάφανος
ῥαφανουρός
ῥαφεύς
ῥάφη
ῥαφή
View word page
ῥαφανέλαιον
oil of radishes

ShortDef

oil of radishes

Debugging

Headword:
ῥαφανέλαιον
Headword (normalized):
ῥαφανέλαιον
Headword (normalized/stripped):
ραφανελαιον
IDX:
78116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78117
Key:

Data

{'content': 'oil of radishes'}