Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαπισμός
ῥαπιστέον
ῥάπτης
ῥαπτικός
ῥαπτός
ῥάπτω
Ράριον
Ρᾶρος
ῥάσμα
ῥάσσω
ῥᾳστωνεύω
ῥᾳστωνέω
ῥᾳστώνη
Ῥαῦκος
ῥαφανέλαιον
ῥαφανηδόν
ῥαφανιδόω
ῥαφανιδώδης
ῥαφάνινος
ῥαφανίς
ῥάφανος
View word page
ῥᾳστωνεύω
to be idle, listless

ShortDef

to be idle, listless

Debugging

Headword:
ῥᾳστωνεύω
Headword (normalized):
ῥᾳστωνεύω
Headword (normalized/stripped):
ραστωνευω
IDX:
78112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78113
Key:

Data

{'content': 'to be idle, listless'}