Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥαπαύλης
ῥαπεύς
ῥαπιδήϊον
ῥαπίζω
ῥάπισμα
ῥαπισμός
ῥαπιστέον
ῥάπτης
ῥαπτικός
ῥαπτός
ῥάπτω
Ράριον
Ρᾶρος
ῥάσμα
ῥάσσω
ῥᾳστωνεύω
ῥᾳστωνέω
ῥᾳστώνη
Ῥαῦκος
ῥαφανέλαιον
ῥαφανηδόν
View word page
ῥάπτω
to sew
ShortDef
to sew
Debugging
Headword:
ῥάπτω
Headword (normalized):
ῥάπτω
Headword (normalized/stripped):
ραπτω
IDX:
78107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78108
Key:
Data
{'content': 'to sew'}