Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαντήριος
ῥάντης
ῥαντίζω
ῥαντισμός
ῥαντός
ῥάξ
ῥαπαύλης
ῥαπεύς
ῥαπιδήϊον
ῥαπίζω
ῥάπισμα
ῥαπισμός
ῥαπιστέον
ῥάπτης
ῥαπτικός
ῥαπτός
ῥάπτω
Ράριον
Ρᾶρος
ῥάσμα
ῥάσσω
View word page
ῥάπισμα
a stroke, a slap on the face

ShortDef

a stroke, a slap on the face

Debugging

Headword:
ῥάπισμα
Headword (normalized):
ῥάπισμα
Headword (normalized/stripped):
ραπισμα
IDX:
78101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78102
Key:

Data

{'content': 'a stroke, a slap on the face'}