Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
View word page
ἀγροδότης
a giver of booty

ShortDef

a giver of booty

Debugging

Headword:
ἀγροδότης
Headword (normalized):
ἀγροδότης
Headword (normalized/stripped):
αγροδοτης
IDX:
780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-781
Key:

Data

{'content': 'a giver of booty'}