Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ῥαμνούσιος
ῥαμφή
Ῥαμφίας
ῥάμφος
ῥαμφώδης
ῥανίς
ῥαντήρ
ῥαντήριος
ῥάντης
ῥαντίζω
ῥαντισμός
ῥαντός
ῥάξ
ῥαπαύλης
ῥαπεύς
ῥαπιδήϊον
ῥαπίζω
ῥάπισμα
ῥαπισμός
ῥαπιστέον
ῥάπτης
View word page
ῥαντισμός
a sprinkling
ShortDef
a sprinkling
Debugging
Headword:
ῥαντισμός
Headword (normalized):
ῥαντισμός
Headword (normalized/stripped):
ραντισμος
IDX:
78094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78095
Key:
Data
{'content': 'a sprinkling'}