Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ῥαμνοῦς
Ῥαμνούσιος
ῥαμφή
Ῥαμφίας
ῥάμφος
ῥαμφώδης
ῥανίς
ῥαντήρ
ῥαντήριος
ῥάντης
ῥαντίζω
ῥαντισμός
ῥαντός
ῥάξ
ῥαπαύλης
ῥαπεύς
ῥαπιδήϊον
ῥαπίζω
ῥάπισμα
ῥαπισμός
ῥαπιστέον
View word page
ῥαντίζω
to purify
ShortDef
to purify
Debugging
Headword:
ῥαντίζω
Headword (normalized):
ῥαντίζω
Headword (normalized/stripped):
ραντιζω
IDX:
78093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78094
Key:
Data
{'content': 'to purify'}