Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥαμμάτινος
ῥαμματώδης
ῥάμνος
Ῥαμνοῦς
Ῥαμνούσιος
ῥαμφή
Ῥαμφίας
ῥάμφος
ῥαμφώδης
ῥανίς
ῥαντήρ
ῥαντήριος
ῥάντης
ῥαντίζω
ῥαντισμός
ῥαντός
ῥάξ
ῥαπαύλης
ῥαπεύς
ῥαπιδήϊον
ῥαπίζω
View word page
ῥαντήρ
one who wets
ShortDef
one who wets
Debugging
Headword:
ῥαντήρ
Headword (normalized):
ῥαντήρ
Headword (normalized/stripped):
ραντηρ
IDX:
78090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78091
Key:
Data
{'content': 'one who wets'}