Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥακόδυτος
ῥακόεις
ῥάκος
ῥακοφορέω
ῥακόω
ῥακτήριος
ῥακτός
ῥάκτρια
ῥακώδης
ῥάκωμα
ῥάκωσις
ῥάμμα
ῥαμμάτινος
ῥαμματώδης
ῥάμνος
Ῥαμνοῦς
Ῥαμνούσιος
ῥαμφή
Ῥαμφίας
ῥάμφος
ῥαμφώδης
View word page
ῥάκωσις
a becoming ragged
ShortDef
a becoming ragged
Debugging
Headword:
ῥάκωσις
Headword (normalized):
ῥάκωσις
Headword (normalized/stripped):
ρακωσις
IDX:
78078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78079
Key:
Data
{'content': 'a becoming ragged'}