Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
ῥακόεις
ῥάκος
ῥακοφορέω
ῥακόω
ῥακτήριος
ῥακτός
ῥάκτρια
ῥακώδης
ῥάκωμα
ῥάκωσις
ῥάμμα
ῥαμμάτινος
ῥαμματώδης
ῥάμνος
Ῥαμνοῦς
Ῥαμνούσιος
View word page
ῥακτός
broken, rugged
ShortDef
broken, rugged
Debugging
Headword:
ῥακτός
Headword (normalized):
ῥακτός
Headword (normalized/stripped):
ρακτος
IDX:
78074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78075
Key:
Data
{'content': 'broken, rugged'}