Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαιστότυπος
ῥαίω
ῥάκετρον
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
ῥακόεις
ῥάκος
ῥακοφορέω
ῥακόω
ῥακτήριος
ῥακτός
ῥάκτρια
ῥακώδης
ῥάκωμα
ῥάκωσις
ῥάμμα
ῥαμμάτινος
ῥαμματώδης
View word page
ῥακοφορέω
wear rags

ShortDef

wear rags

Debugging

Headword:
ῥακοφορέω
Headword (normalized):
ῥακοφορέω
Headword (normalized/stripped):
ρακοφορεω
IDX:
78071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78072
Key:

Data

{'content': 'wear rags'}