Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαιστηροκοπία
ῥαιστότυπος
ῥαίω
ῥάκετρον
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
ῥακόεις
ῥάκος
ῥακοφορέω
ῥακόω
ῥακτήριος
ῥακτός
ῥάκτρια
ῥακώδης
ῥάκωμα
ῥάκωσις
ῥάμμα
ῥαμμάτινος
View word page
ῥάκος
a ragged garment, a rag

ShortDef

a ragged garment, a rag

Debugging

Headword:
ῥάκος
Headword (normalized):
ῥάκος
Headword (normalized/stripped):
ρακος
IDX:
78070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78071
Key:

Data

{'content': 'a ragged garment, a rag'}