Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαιστήριος
ῥαιστηροκοπία
ῥαιστότυπος
ῥαίω
ῥάκετρον
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
ῥακόεις
ῥάκος
ῥακοφορέω
ῥακόω
ῥακτήριος
ῥακτός
ῥάκτρια
ῥακώδης
ῥάκωμα
ῥάκωσις
ῥάμμα
View word page
ῥακόεις
ragged, torn, tattered

ShortDef

ragged, torn, tattered

Debugging

Headword:
ῥακόεις
Headword (normalized):
ῥακόεις
Headword (normalized/stripped):
ρακοεις
IDX:
78069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78070
Key:

Data

{'content': 'ragged, torn, tattered'}