Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαΐζω
ῥαίνω
ῥαιστήρ
ῥαιστήριος
ῥαιστηροκοπία
ῥαιστότυπος
ῥαίω
ῥάκετρον
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
ῥακόεις
ῥάκος
ῥακοφορέω
ῥακόω
ῥακτήριος
ῥακτός
ῥάκτρια
ῥακώδης
View word page
ῥακιοσυρραπτάδης
a rag-stitcher

ShortDef

a rag-stitcher

Debugging

Headword:
ῥακιοσυρραπτάδης
Headword (normalized):
ῥακιοσυρραπτάδης
Headword (normalized/stripped):
ρακιοσυρραπταδης
IDX:
78066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78067
Key:

Data

{'content': 'a rag-stitcher'}