Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαιβοσκελής
ῥαιβότης
ῥαιβόω
ῥαῖδα
ῥαΐζω
ῥαίνω
ῥαιστήρ
ῥαιστήριος
ῥαιστηροκοπία
ῥαιστότυπος
ῥαίω
ῥάκετρον
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
ῥακόεις
ῥάκος
ῥακοφορέω
ῥακόω
View word page
ῥαίω
to break, shiver, shatter, wreck

ShortDef

to break, shiver, shatter, wreck

Debugging

Headword:
ῥαίω
Headword (normalized):
ῥαίω
Headword (normalized/stripped):
ραιω
IDX:
78062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78063
Key:

Data

{'content': 'to break, shiver, shatter, wreck'}