Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαιβόκρανος
ῥαιβός
ῥαιβοσκελής
ῥαιβότης
ῥαιβόω
ῥαῖδα
ῥαΐζω
ῥαίνω
ῥαιστήρ
ῥαιστήριος
ῥαιστηροκοπία
ῥαιστότυπος
ῥαίω
ῥάκετρον
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
ῥακόεις
ῥάκος
View word page
ῥαιστηροκοπία
working with a hammer

ShortDef

working with a hammer

Debugging

Headword:
ῥαιστηροκοπία
Headword (normalized):
ῥαιστηροκοπία
Headword (normalized/stripped):
ραιστηροκοπια
IDX:
78060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78061
Key:

Data

{'content': 'working with a hammer'}