Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαιβοειδής
ῥαιβόκρανος
ῥαιβός
ῥαιβοσκελής
ῥαιβότης
ῥαιβόω
ῥαῖδα
ῥαΐζω
ῥαίνω
ῥαιστήρ
ῥαιστήριος
ῥαιστηροκοπία
ῥαιστότυπος
ῥαίω
ῥάκετρον
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
ῥακόεις
View word page
ῥαιστήριος
smashing, hammering

ShortDef

smashing, hammering

Debugging

Headword:
ῥαιστήριος
Headword (normalized):
ῥαιστήριος
Headword (normalized/stripped):
ραιστηριος
IDX:
78059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78060
Key:

Data

{'content': 'smashing, hammering'}