Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαιβηδόν
ῥαιβοειδής
ῥαιβόκρανος
ῥαιβός
ῥαιβοσκελής
ῥαιβότης
ῥαιβόω
ῥαῖδα
ῥαΐζω
ῥαίνω
ῥαιστήρ
ῥαιστήριος
ῥαιστηροκοπία
ῥαιστότυπος
ῥαίω
ῥάκετρον
ῥάκινος
ῥάκιον
ῥακιοσυρραπτάδης
ῥακοδύτης
ῥακόδυτος
View word page
ῥαιστήρ
a hammer

ShortDef

a hammer

Debugging

Headword:
ῥαιστήρ
Headword (normalized):
ῥαιστήρ
Headword (normalized/stripped):
ραιστηρ
IDX:
78058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78059
Key:

Data

{'content': 'a hammer'}