Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαθαγέω
ῥαθάμιγξ
ῥαθαπυγίζω
ῥαθυμέω
ῥαθυμητέον
ῥαθυμία
ῥάθυμος
ῥαιβηδόν
ῥαιβοειδής
ῥαιβόκρανος
ῥαιβός
ῥαιβοσκελής
ῥαιβότης
ῥαιβόω
ῥαῖδα
ῥαΐζω
ῥαίνω
ῥαιστήρ
ῥαιστήριος
ῥαιστηροκοπία
ῥαιστότυπος
View word page
ῥαιβός
crooked, bent

ShortDef

crooked, bent

Debugging

Headword:
ῥαιβός
Headword (normalized):
ῥαιβός
Headword (normalized/stripped):
ραιβος
IDX:
78051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78052
Key:

Data

{'content': 'crooked, bent'}