Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαγώδης
ῥαδαλός
Ῥαδάμανθυς
ῥαδαμνώδης
ῥᾴδια
ῥαδινάκη
ῥαδινός
ῥάδιξ
ῥᾴδιος
ῥᾳδιουργέω
ῥᾳδιούργημα
ῥᾳδιουργία
ῥᾳδιουργός
ῥάδις
ῥάζω
ῥαθαγέω
ῥαθάμιγξ
ῥαθαπυγίζω
ῥαθυμέω
ῥαθυμητέον
ῥαθυμία
View word page
ῥᾳδιούργημα
a reckless act, crime

ShortDef

a reckless act, crime

Debugging

Headword:
ῥᾳδιούργημα
Headword (normalized):
ῥᾳδιούργημα
Headword (normalized/stripped):
ραδιουργημα
IDX:
78036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78037
Key:

Data

{'content': 'a reckless act, crime'}