Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ῥαγουῆλος
ῥαγώδης
ῥαδαλός
Ῥαδάμανθυς
ῥαδαμνώδης
ῥᾴδια
ῥαδινάκη
ῥαδινός
ῥάδιξ
ῥᾴδιος
ῥᾳδιουργέω
ῥᾳδιούργημα
ῥᾳδιουργία
ῥᾳδιουργός
ῥάδις
ῥάζω
ῥαθαγέω
ῥαθάμιγξ
ῥαθαπυγίζω
ῥαθυμέω
ῥαθυμητέον
View word page
ῥᾳδιουργέω
to do things with ease

ShortDef

to do things with ease

Debugging

Headword:
ῥᾳδιουργέω
Headword (normalized):
ῥᾳδιουργέω
Headword (normalized/stripped):
ραδιουργεω
IDX:
78035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78036
Key:

Data

{'content': 'to do things with ease'}