Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ῥαγόεις
ῥαγολογία
ῥαγολόγος
ῥαγόπους
Ῥαγουῆλος
ῥαγώδης
ῥαδαλός
Ῥαδάμανθυς
ῥαδαμνώδης
ῥᾴδια
ῥαδινάκη
ῥαδινός
ῥάδιξ
ῥᾴδιος
ῥᾳδιουργέω
ῥᾳδιούργημα
ῥᾳδιουργία
ῥᾳδιουργός
ῥάδις
ῥάζω
ῥαθαγέω
View word page
ῥαδινάκη
a black strong smelling petroleum

ShortDef

a black strong smelling petroleum

Debugging

Headword:
ῥαδινάκη
Headword (normalized):
ῥαδινάκη
Headword (normalized/stripped):
ραδινακη
IDX:
78031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-78032
Key:

Data

{'content': 'a black strong smelling petroleum'}